Καλῶν — Καλή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλῶν — κάλη fem gen pl καλέω call fut part act masc nom sg (attic epic doric) καλέω call pres part act masc nom sg (attic epic doric) καλός beautiful fem gen pl καλός beautiful masc/neut gen pl κᾱλῶν , κήλη tumour fem gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών — (ΑΣΚΤ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και επιχορηγείται από το κράτος (η εποπτεία του ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Δημητριάδης, Κωνσταντίνος — I (Στενήμαχος Ανατολικής Ρωμυλίας 1881 – Αθήνα 1944). Γλύπτης και ακαδημαϊκός. Μαθήτευσε αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Γεώργιο Βρούτο. Μετά την αποφοίτησή του και ύστερα από μία περίοδο σύντομης διαμονής στο Μόναχο,… … Dictionary of Greek
Ιακωβίδης, Γεώργιος — (Λέσβος 1853 – 1932). Ζωγράφος. Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα αναδείχθηκε από την παιδική του ηλικία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1870 77), όπου διδάχθηκε ζωγραφική από τον Βικέντιο Λάντσα και τον Νικηφόρο… … Dictionary of Greek
Μόραλης, Γιάννης — (Άρτα 1916 –). Ζωγράφος, σκηνογράφος και διακοσμητής. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1937 πήγε με υποτροφία της Ακαδημίας στη Ρώμη, όπου μελέτησε την τεχνική των ψηφιδωτών και των τοιχογραφιών και, αργότερα, ολοκλήρωσε τις σπουδές… … Dictionary of Greek
Μπαζένοφ, Βασίλι Ιβάνοβιτς — (1737 – 1799). Ρώσος αρχιτέκτονας, χαράκτης, θεωρητικός της αρχιτεκτονικής και εκπρόσωπος του κλασικισμού. Αρχικά σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Μόσχας (1755) και έπειτα σαν υπότροφος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Πετρούπολης, συνέχισε τις… … Dictionary of Greek
Τόμπρος, Μιχαήλ — (Αθήνα 1889 – 1975). Έλληνας γλύπτης. Τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΕΜΠ συνέχισε με υποτροφία στο Παρίσι, στην Ακαδημία Ζουλιέν, όπου παρακολούθησε τους καθηγητές Λαντόφσκι και Μπονσάρ. Με την κήρυξη του A’ Παγκοσμίου πολέμου γύρισε… … Dictionary of Greek